- ἀσύνοπτος
- ἀσύνοπτοςnot easily perceivedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασύνοπτος — ἀσύνοπτος, ον (AM) [σύνοπτος < συνορώ] 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος 2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
ἀσύνοπτον — ἀσύνοπτος not easily perceived masc/fem acc sg ἀσύνοπτος not easily perceived neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνόπτων — ἀσύνοπτος not easily perceived masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύνοπτα — ἀσύνοπτος not easily perceived neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)